- ασυμπτωτικός
- -ή, -όαυτός που έχει την ιδιότητα του ασύμπτωτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασύμπτωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… … Dictionary of Greek